διευκρίνηση — η (Α διευκρίνησις) [διευκρινώ] το να καθίσταται κάτι ευκρινές ή σαφές, η διασάφηση … Dictionary of Greek
έρευνα — (Νομ.). Ανακριτική πράξη, η οποία κατά τον ΚΠΔ αποβλέπει στη βεβαίωση ενός κακουργήματος ή πλημμελήματος, στην ανακάλυψη των δραστών ή στη διαπίστωση και αποκατάσταση της ζημίας που προκάλεσε η διάπραξη ενός τέτοιου αδικήματος. Η έ. επιτρέπεται… … Dictionary of Greek
διάγνωση — Η διαδικασία που ακολουθείται για την αναγνώριση της νόσου από την οποία πάσχει κάποιος. Σε κάθε περίπτωση, οι γνώσεις, η πείρα και η οξύνοια του γιατρού συμβάλλουν αποφασιστικά στην ανάλυση και εκτίμηση των δεδομένων, καθώς και της σχέσης που… … Dictionary of Greek
διαλεύκανση — η διασάφηση, διευκρίνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < διαλευκαίνω. Η λ. στον λόγιο το, διαλεύκανσις, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
διαφώτιση — η (AM διαφώτισις) διευκρίνηση, διασάφηση νεοελλ. διαφωτισμός μσν. φώτιση («ιδού με την διαφώτισιν τού νου να καταπιάνης να βρης πολλές τες μαστοριές», Μαρίνος Φαλιέρος) … Dictionary of Greek
διδασκαλία — Βλ. λ. διδακτική. * * * η (AM διδασκαλία) [διδάσκαλος] 1. μετάδοση γνώσεων, διδαχή 2. νουθεσία, υπόδειξη, δασκάλεμα αρχ. νεοελλ. 1. το σύνολο τών διδαγμάτων θρησκείας, επιστήμης ή φιλοσοφικού συστήματος («η χριστιανική διδασκαλία») 2. η… … Dictionary of Greek
διευκρίνιση — η [διευκρινίζω] η διευκρίνηση … Dictionary of Greek
ερώτημα — και ρώτημα, το (AM ἐρώτημα) [ερωτώ] απορία για διευκρίνηση, πρόβλημα για λύση («μακρότερος λόγος ἐδόθη τῆς πρὸς τὸ ἐρώτημα ἀποκρίσεως», Θουκ.) νεοελλ. 1. πρόταση που υποβάλλεται σε κάποια αρμόδια αρχή ή υπηρεσία και με την οποία ζητείται απάντηση … Dictionary of Greek
ερώτηση — η (AM ἐρώτησις) [ερωτώ] 1. η πρόταση που εκφράζει απορία και με την οποία ζητούνται πληροφορίες («ἐρωτήσεως γὰρ ἔτι ἡ ἀπόκρισις ἡμῑν δεῑται», Πλάτ.) 2. η πρόταση που απευθύνεται σε κάποιον για εξεταστικό σκοπό νεοελλ. 1. το ζήτημα για το οποίο… … Dictionary of Greek
ζήτηση — Η ποσότητα ενός αγαθού που μπορεί να βρει αγοραστή. Ειδικά, ατομική ζ. ενός αγαθού είναι η ποσότητα του αγαθού που έχει διάθεση να αποκτήσει ο καταναλωτής σε μια δεδομένη τιμή. Η ζ. μπορεί να επηρεαστεί από διάφορους συντελεστές. Ένας είναι η… … Dictionary of Greek